- στηθοσκοπώ
- -έω, Ν(για γιατρό) εξετάζω με επίκρουση και ακρόαση ή με το στηθοσκόπιο τους ήχους τού θώρακα για διαγνωστικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -σκοπώ (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ραβδο-σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.